- ἐπαγομένη
- ἐπάγωbring onpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαγομένῃ — ἐπάγω bring on pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эпагомен — или Эпагоменальный день (др. греч. ἐπαγομένη ἡμέρα дополнительный день) день года, не вошедший ни в один из календарных месяцев. Впервые эпагомены появились в Древнеегипетском календаре. Изначально продолжительность года древнеегипетскими… … Википедия
προσκνυζώμαι — άομαι, Α 1. (για σκύλο) σκιρτώ μπροστά σε κάποιον κουνώντας την ουρά και γαυγίζοντας σιγανά 2. μτφ. (για άνθρωπο) κολακεύω («πολλὰ τοῑς ποσὶ τῆς Ἀρσάκης προσκνυζομένη, καὶ παντοίαις κολακείαις ἐξειπεῑν τὸ πάθος ἐπαγομένη», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ … Dictionary of Greek
υβρίδιο — το, Ν 1. βιολ. α) φυτό ή ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση μεταξύ γενετικώς ανόμοιων ατόμων, απόγονος γονέων που ανήκουν σε διαφορετικά είδη, διαφορετικά γένη ή, σπανιότερα, σε διαφορετικές οικογένειες β) (κατ επέκτ.) κάθε ετερόζυγο άτομο 2.… … Dictionary of Greek
χιλλιαντίδραση — η, Ν (βιοχ. βοτ.) (κατά τη φωτοσύνθεση) η επαγόμενη από το φως μεταφορά ηλεκτρονίων από το νερό σε μη φυσιολογικούς δέκτες ηλεκτρονίων, όπως είναι λ.χ. το σιδηρικυανιούχο κάλιο, με συνακόλουθη έκλυση οξυγόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου … Dictionary of Greek
Κερ, Τζον — (John Κerr, Γλασκόβη 1824 – 1907). Σκοτσέζος φυσικός. Σπούδασε αρχικά θεολογία και αργότερα δίδαξε μαθηματικά στην πατρίδα του, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Τόμσον. Έγινε διάσημος στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής για τις ανακαλύψεις του, οι… … Dictionary of Greek